We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Ρ​Ο​Μ​Α​Ν​Τ​Ι​Κ​Ο​Ι Κ​Α​Ι Α​Μ​Α Σ'​Α​Ρ​Ε​Σ​Ο​Υ​Μ​Ε

by Πουνέντες

/
  • Streaming + Download

    Includes high-quality download in MP3, FLAC and more. Paying supporters also get unlimited streaming via the free Bandcamp app.
    Purchasable with gift card

      name your price

     

1.
Δεν τρυπάω το συκώτι για καμία, για κανέναν, αυτό να μου θυμίζεις κάτι βράδια απελπισμένα, γι’ αυτό σε θέλω δίπλα μου όταν νιώθω φοβισμένα, στις πίκρες σου, στις μαύρες μου δυο σώματα αγκαλιασμένα. Και σου γράφω μανιασμένα κάτι μέρες Δεκεμβρίου, είσαι χαρτί, είμαι στυλό, είμαστε φλόγα νύχτες κρύου. Είμαι η βελόνα, είσαι αυλάκι στους δίσκους του βινυλίου, είμαι η Χαμένη Ατλαντίδα κι εσύ αχτίδα Ηλίου. Και από τότε που κουράστηκα να ψάχνω βρήκα τύχη. Πάλευα καιρό να σπάσω το κεφάλι μου στα τείχη. Γράφω ρίμες με σφυρί, καρφιά μου στίχοι, δέκα νύχτες συνεχόμενα στο δίπλα μαξιλάρι μου η μοναξιά μου βήχει. Κάτω ο πήχης, πάνω απ’ όλα για να ‘σαι ρομαντικός στο τέλος πρέπει να αποτύχεις. Κι αν σου μοιάζω βαρετός εγώ σου το ‘πα από εξ αρχής, σκάβω βαθιά με το σφυρί για να σου φέρω τρόπαιο της νίκης σου. Η μνήμη σου με απάτησε, απαίτησα κι εγώ να ξεχαστώ μέσα σε μια σκέψη σου που με γάμησε. Σ’ άρεσε; Άφησα τα κίβδηλα χαμόγελά σου ν’ αφήσουν στίγματα στο μάτι μου που δάκρυσε. Τέρμα στο ποτήρι δηλητήρια αυτό που ακούς είναι η αντίπερα γραμμή μου εναρκτήρια. Είπα τέρμα στα ψυχοσωματικά βασανιστήρια, ερμηνεύοντας με εξαπατώ με όσα γράφω εμβατήρια. Τι λες χορεύουμε Δεκέμβρη μεταμεσονύχτια; υπό μέθη πάνω στη αμμουδιά της Αγίας Κυριακής. Και όταν λέω μέθη λέω τον έρωτα στα μάτια σου, που με ρωτά με λέξεις, λέξεις της σιωπής. Στους μείον τρις. Μπορείς; Είναι για ν’ απορεί κανείς. Πως απορρίπτουμε ώρες-ώρες την ματαιότητα. Στους μείον δύο, κουβεντιάζαμε οι δύο σε μια φάση πριν το αντίο κατάλαβα με γούσταρες αλλιώτικα. Μάτια μου έχω κώδικα, κομμάτια μου δυσνόητα μα πιο δύσκολες οι λέξεις που μου είπανε τα μάτια σου. Στους μείον ένα, πριν το τέρμα ο πάγος λιώνει, αγναντεύοντας σα μάγος της πόλης τα παλάτια σου. Πάρε πίσω τις σάλτσες σου… …εσύ και οι αυταπάτες σου, δίνω εκείνο το κίνητρο να αγωνιστείς και όχι να αγωνιάς ακροβατώντας πάνω απ’ τις νάρκες σου.
2.
Υπάρχει άρνηση, του μίσους άνθηση, τα γράφω να με ακούω προπαντός για ψυχανάλυση είμαι λάθος, είσαι εντάξει, σ’ αφήνω έχω ανάβαση και αυτό σημαίνει ότι αξίζεις να είσαι ανάμνηση. Ανάπλαση κυττάρων φιλάρα, καλή αντάμωση, εδώ λάσπες ελιές, εκεί οθόνες αποβλάκωση. Ανάπλαση κυττάρων φιλάρα, καλή ανάρρωση, αμφίδρομα ψυχοσωματικά νιώθουμε εξάντληση. Απάντηση στο πρόβλημα για να ‘χουμε ερώτημα καλό μάλλον δεν πρόκειται, αποδέχομαι τ’ ανώδυνα χτυπήματα τους δόθηκε η τρίτη ευκαιρία ακέραια ανδρώθηκε της Τέχνης η Τρικυμία. Αποτυγχάνοντας μουνόπανα, εντάξει, είμαστε πάτσι; τα παιδιά απ’ το σχολείο ήταν ρουφιάνοι, τώρα μπάτσοι, άρα ακόμα ρουφιάνοι και εμείς ό,τι κάτσει σε πλαστικό ελληνικό ποδαράτο, δε θέλω αμάξι. Γλυκιά μου εντάξει, πες μου τι να σε νοιάξει; αλήθεια κυρά μου ο κώλος σου ό,τι αρπάξει; πες αλήθεια δικέ μου, λες πως έχω αλλάξει μα δε σε βλέπω πλατεία γιατί η δικιά σου θα σε κράξει. Εντάξει, καφετέρια, όλα τέλεια, κλάιν-μάιν δεν ήρθε ακόμα η συντέλεια, μεσάνυχτα λιμάνι – ούζο – μπύρα – μελάνι, έχω σχέδια για εμάς κατέβα απ’ το καλάμι. Εντάξει, καφετέρια, όλα τέλεια, κλάιν-μάιν δεν ήρθε ακόμα η συντέλεια, μεσάνυχτα λιμάνι – ούζο – μπύρα – μελάνι, έχω σχέδια γλυκιά μου κατέβα απ’ το καλάμι. Και να πεις στο αλάνι, θα με βρει στο λιμάνι, το χάνει, να της πει το αλάνι, πολεμάω την πλάνη με χαρτί και μελάνι. Να πεις στο αλάνι, θα με βρει στο λιμάνι, το χάνει, να της πει το αλάνι, πολεμάω την πλάνη με χαρτί και μελάνι. Αποτυγχάνει, οι φασίστες πληθαίνουν ρουφιάνοι - χρηματολάγνοι, να πεις στο αλάνι, να της πει το αλάνι, την περιμένω στο λιμάνι. Να πεις στο αλάνι, θα με βρει στο λιμάνι, το χάνει, να της πει το αλάνι, πολεμάω την πλάνη με χαρτί και μελάνι. Να πεις στο αλάνι, θα με βρει στο λιμάνι, το χάνει, να της πει το αλάνι, πολεμάω την πλάνη με χαρτί και μελάνι. Αποτυγχάνει, οι φασίστες πληθαίνουν ρουφιάνοι - χρηματολάγνοι, να πεις στο αλάνι, να της πει το αλάνι, την περιμένω στο λιμάνι… την περιμένω στο λιμάνι… για να κάνουμε σεργιάνι… να φορέσει το πιο ωραίο της φουστάνι…
3.
Οι μόρτες στο ημικύκλιο γουστάρουνε ραπ, τη μορφονιά δικάβαλο χωρίς make-up. Πάσα στην πάσα για να φύγουν τα νεύρα, θα το πάμε ποδαράτο από εδώ ως την εξέδρα. Δόξα στα βαρύμπιτα, σε ατέρμονες γύρες, μερικά γαμωσταυρίδια σε αδειανές αναπτήρες, όσα έδωσες δεν πήρες, πάλεψες με αγκώνες-ρόπαλα, ξέρω σε πουλήσαν μόλις βρήκαν δυο βυζόμπαλα. Τυραννιούνται από την περηφάνεια, δε χάθηκαν, τους χάσαμε, θα φταίει η επιφάνεια, καταριούνται τύχες κολλημένοι στην αδράνεια, καλωσορίζω του Χειμώνα την παράνοια. Ελλάδα, Βαλκάνια, φθηνά μεροκάματα, εδώ δεν ξεχωρίζουμε Δευτέρες από Σάββατα, όσοι μ’ ακούνε νιώθουνε και βλέπουνε κατάματα, κάτω απ’ το ποτήρι τους συγγράμματα. Νύχια μαυρισμένα, αίμα και παρανυχίδες, επαρχιώτικες φωνές και αφεντικά σπασαρχίδες, όσα άκουσες δεν είδες και όσα βλέπεις δεν κοιτάς, από μικρό σε μάθανε το ντέφι να χτυπάς. Θέλεις ένα τηλεφώνημα στα δύσκολα ενδιαφέρον, όταν έρθουν πιο κοντά να μην το κάνουν για συμφέρον, θέλεις όταν γυρίζεις από τα δωδεκάωρα σου να γνωρίζεις πως θα ‘χεις δυο ματάρες στην αγκαλιά σου. Σε ρωτήσαν για τους στόχους που έχεις και προβληματίστηκες, από του σκότους τη λήθη απεγκλωβίστηκες, είπες απλώς πως θέλεις να γίνεις άνθρωπος καλός, πάει καιρός που χαραμίστηκες. Ξέρω τι γυρεύεις, τι ζητάς γενικά, ένα τίμιο οχτάωρο, μια γνήσια αγκαλιά, έναν απογευματινό καφέ στην αυλή σου κάτω από μία λεμονιά να χαϊδεύεις το σκυλί σου. Μη ρωτάς πως το ζούμε φίλε, ζούμε παλούκια, το Χειμώνα με φρίκες, Καλοκαίρι με κουνούπια, πίσω απ’ τις αποθήκες να βρωμάν αποχετεύσεις, να σου χρωστάν μεροκάματα, να πρέπει να τα γυρέψεις. Δεν υφίσταται φιλότιμο μπρος στην αρπαχτή, τα όνειρά μας πεταμένα στην καταπαχτή, και όλο παλεύω ο μαλάκας, ο εαυτός μου μην ξοκείλλει, να είμαι ένα τίμιο στήριγμα, αυτός που ξέρουν οι φίλοι.
4.
Είμαι σμπαράλια και φτιαγμένος με το ηχόχρωμα στο πέρασμα του χρόνου μπροστά από τα μικρόφωνα, αδερφέ μου το ‘χωνα σου πω ταυτόχρονα ένα και το αυτό γραφτό η ψυχή μου δεν αυτοκτονά. Αφιερωμένο για να βγάζουμε την καύλα μας, καθιερωμένο σα να βάζουμε τα μαύρα μας, αλλάζουμε τα χάλια μας, εγίνηκα χειρότερος, πνίγηκα στην κουταλιά πεθαίνοντας νεότερος. Και να λοιπόν το χάρηκα, χάθηκα, σιχάθηκα, είπανε τρελάθηκα, τους είπα πιο αυθάδικα με μια σιωπή που ξεπερνά κώλους και ξενυχτάδικα, ποτέ της δεν ξεχνά τα πιο μεγάλα άδικα. Άφηκα τα σωθικά μου πάνω στις κορφές, με αυτούς που έχουν φύγει λέω κουβέντες κρυφές είναι οι φωνές μας τυφλές, τι λες; το παιδί μουρλάθηκε, ουρλιαχτά μεσάνυχτα στον ύπνο του τινάχτηκε. Τι να ‘βρηκε; Τι να ‘λειπε; Την άλλη φορά. Είναι ατέρμονας βρόχος και οδηγεί στη φθορά, η ματαιότητα κόμπος με γονατίζει συχνά, όπως τότε έτσι και τώρα σου τα λέω σκυφτά. Στριφτά τσιγάρα μας, οι μπύρες και η κατάρα μας, οι γύρες για το τίποτα ευρήκαμε τα πάντα μας, πολύπλοκα τα πράγματα υπό τους άγχους την επήρεια, θέλω δύο μάτια και όχι εκατομμύρια. Ανάμεσα στα κτήρια, καρδιές εγκλωβισμένες μεσ’ σε γρίφους και μυστήρια. Αχ, συλλυπητήρια, είμαι παρόν, νιώθω απόν, τα ψυχρά μου συγχαρητήρια. Αυτοβασανιστήρια, φθορά, δουλειά, γουλιά-γουλιά, κελιά μας κολαστήρια, η γενιά μας στα μαρτύρια, συγχαρητήρια, γούστο είναι να φυτοζωείς, μισός αιώνας ζωής σιγή, η γη μας γέμισε με ζωντανούς τα κοιμητήρια, συλλυπητήρια. Κρατώ για το «εμείς» μία συγγνώμη στη συνάντηση, με ανάγκασε η μάσκα σου να σου φερθώ με άρνηση, τους το ‘χα πει θα ‘ρθω, θαρρώ η μάχη άνιση, με κράζω μοναχός ενώ το κάνεις με ανάρτηση. Μην το δεις απάντηση, βλέπε όπως το δείχνω, ψάξε για το δάχτυλο μες στον βαθύ σου ύπνο, έχασες τον μπούσουλα και αυτό γιατί προκύπτω απ’ το πρότυπο που σ’ είχα κάποτε, ξεφτίλα τώρα σ’ απορρίπτω. Το ψέμα σου για σκήπτρο, ευαγγέλιο καμουφλάζ σεμνοτυφίας φίλτρο τέλειο, ανατέλλει ο εαυτός που θέλατε στο σκότος, σκοτώνοντας τη νιότη μου, ήταν βουβός ο κρότος και αυτό γιατί δε γούσταρα να ακούν οι τιποτένιοι από εμένα για εμένα ήθη-στίχοι ατσαλένιοι, ας τα λέμε καλά να μη μου προβληματίζεσαι, δε σε ρωτώ τα νέα σου εφόσον ξεφτιλίζεσαι.
5.
Ανησυχείς τόσον καιρό σε μια σιγή βυθισμένος και μια σημαία στο κατάρτι συμβολίζει την αγάπη, μισημένος μες στη μέση του ποτέ πεπεισμένος και οσονούπω να φυσήξει Τραμουντάνα απελπισμένος δίχως καύσιμο, τριών αστέρων Μεταξά άλλο ένα χάσιμο, κερνάει τσάι η μοναξιά πίνω στο μπάσιμο, γλεντάει η πίκρα, με ρωτάνε τι της βρήκα κι αν κοιτάνε θαυμαστά, βλέπεις τα βλέμματά τους από των ρουφιάνων κλωστή κρεμαστά φαντάζει άσχημο στους καλοθελητές, σε θέλουν διάσημο όταν γαμιέται ο Δίας δίχως σάλιο, φούσκα τσέπη, ο καιρός το επιτρέπει, δολιοφθορά και γδάρσιμο της αξιοπιστίας σου παράσημο γραφή για μία φάση που αναλόγως ποιοι σ’ ακούνε συνταγή για να τραφεί επιφανειακά ένα στομάχι που στη μάχη για ζωή καραδοκώ το θάνατο. Στα εικοσιέξι μου θα ‘χω για να θυμάμαι το αχάραγό μου ξύπνημα στις έξι για το μεροκάματο, κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο βροχή μέρα μισή και τρία τάλιρα να παίρνω τα κοντύτερα δίχως μηδενικά και ευτυχώς μέρα κοντή περίοδος χειμερινή, τη θερινή θα με ρωτάνε το που χάθηκα εκείνοι που σιχάθηκα και εκείνη που για πάρτη της αισθάνθηκα ντροπή μα δεν τρελάθηκα, νομίζουνε, όσο ελπίζουνε, εμείς το χτίζουμε, εμείς το χτίζουμε, δε μας προσεγγίζουνε. Δε μας προσεγγίζουνε, ας τους να νομίζουνε, ας τους να νομίζουνε. Αυτή η ζωή που μ’ έχει μάθει να κρίνω από τα βάσανα, εκρήγνω τους καημούς μου, ανάσανα, χαμόγελα μες στη φωτιά σαν κάστανα για δύο μάτια κάστανα, βάστα να ξεφύγω από τη μάστιγα. Σπάστηκα, φίλε κουράστηκα, τη δηθενιά, το ψέμα τους ακόμα δεν ασπάστηκα, βιάστηκα να δίνω με αποτέλεσμα να πίνω για όσα πίσω δεν αφήνω, πληγές που πάλι ξύνω, ξέρω-ξέρω κεφάλι ξερό, μαλάκας πιάστηκα, καιρό έχω να ξεπλύνω σκέψεις στο χαρτί μου φτύνω λέξεις που δεν πίστεψες ποτέ, γιατί να τις πιστέψεις; πόσο μάλλον να σε βάλω κάτι άλλο να διαλέξεις, δεν το νιώθεις, χαμένη αγνότης, όσα βρήκα πλέον έχασα κοιτώ το πρόσωπό της ποταπό, θα τα πω, να ντραπώ, για να μπω στο υποσυνείδητό τους και στον τρίτο οφθαλμό της μια φωνή που τυφλώνει, εκτός εαυτού σε αγχώνει, πόσο γουστάρω αυτήν τη μάσκα που το δίκαιο σκοτώνει, απολαμβάνεις ένα μίσος αφού ζεις μέσα στο ίσως σε λυπήθηκα και αρνήθηκα στα μάτια μου τη σκόνη!
6.
Κι αν δε δίνω σημασία είτε μία δεκάρα σημαίνει βγάζω με τον κόπο μου όσα έχεις απλόχερα, δε βρίσκω για εμάς το χρόνο, είναι κατάρα το να αφήνεις και να αφήνεσαι ζώντας δίχως χαμόγελα. Ίσως να γράφω πρόχειρα, ανώφελα ποτέ, δε πρόφερα επίτηδες τη λέξη «Αδερφέ» σε κέρασα καφέ ένα κρύο πρωινό περιμένοντας στη στάση το βρώμικο αστικό, σε πλαστικό κ’ ένα τσιγάρο έτοιμο στο κατέβασμα, εδώ κυνικός κρίνω από το αποτέλεσμα, που είσαι και που είμαι για να βγάλουμε συμπέρασμα, πέρασα αντίπερα μεριά, θεριά ανήμερα οι μνήμες που δεν ξέχασα, οι ρίμες που δεν έσβησα, οι ρίμες που δεν έγραψα, εκείνες που δε σ’ έκραξα μαλάκα εγωπαθή, είμαι χαμένος, κράτα τη μύγα, έχω χαθεί, και σιχαθεί γι’ αυτό και έκανα πράξη όλα τα λόγια τους, λαμπόγυαλο το μέσα τους, βόθρος από το στόμα τους, βγαλ’ τους απ’ το δώμα τους να ζήσουνε αλλιώτικα, βολεύτηκαν με την ψηφιακή πραγματικότητα. Πράγματι επώδυνα σημεία εποχών, ψυχολογικά εμπόδια στη ζούγκλα του μπετόν, ετών εικοσιπέντε κάργα ανησυχίες ενώ η γενιά μου το ζει με βιντεοσυνομιλίες. Έφυγα για συνοικίες επαρχιακές, ανάπλαση κυττάρων όσο εσύ τα καις, ενισχύεις το χθες ενώ γυρνώ πράξη πρώτη, κάνω σωστό κάθε σφάλμα, κάνε κάτι ρε μόρτη. Έφυγα για συνοικίες επαρχιακές, ανάπλαση κυττάρων όσο εσύ τα καις, ενισχύεις το χθες ενώ γυρνώ πράξη πρώτη, κάνω σωστό κάθε σφάλμα, κάνε κάτι προδότη. Γράφω το μέσα μου, εξιστορώ την μπέσα μου, εκείνο το χαμόγελο που έχεις ρε κοντέσα μου, είπα να την κάνουμε πριν το ολονύχτιο, δε με ακολούθησες στο μεταμεσονύχτιο, παρόλα αυτά διαδίκτυο, like και chat, να τσαντίζομαι για το παραμικρό στο μπαμ και τσακ να ξεσπάω στο rap, να ψοφάω για αγάπη, να μεθάω με Jack μπροστά από ένα τζάκι. Junkie αλήθειας με χαστούκια ζωής, μιας απλής καλής συνήθειας λούκια επιλογής, με τα μαύρα μου χέρια μετρώ τα κατορθώματά μου, κάθε λογής καρύδι δε βάζω στα σωθικά μου. Σώθηκα γλυκιά μου, άστο, είμαι εντάξει, το νόημα πιάσ’ το, φταίει δεν έχω αμάξι, πες μου τι να σε νοιάξει, τι να λέει με μας, είναι καυλιάρα η επανάσταση ρουτίνα που σπας. Η κουρτίνα που τραβάς κάθε που νιώθεις χαρές, τα παντζούρια μου κλειστά γιατί δε θέλω μιλιές, χαζεύω τις πορτοκαλιές έξι βαθμούς ξημερώματα, μαζεύω ελιές, βγάζω γούστα στα ξενερώματα. Στάξε μου αρώματα απ’ τη μητέρα φύση, απ’ τη μύτη αίμα φτύσει, έχω εμπρός αφήσει, προς κατευθύνσεις πρόβατα για σφαγές, τους είπα το ανήσυχό μου πνεύμα θέλω ασφαλές. Έφυγα για συνοικίες επαρχιακές, ανάπλαση κυττάρων όσο εσύ τα καις, ενισχύεις το χθες ενώ γυρνώ πράξη πρώτη, κάνω σωστό κάθε σφάλμα, κάνε κάτι ρε μόρτη. Έφυγα για συνοικίες επαρχιακές, ανάπλαση κυττάρων όσο εσύ τα καις, ενισχύεις το χθες ενώ γυρνώ πράξη πρώτη, κάνω σωστό κάθε σφάλμα, κάνε κάτι προδότη.
7.
Αφήνω κάτι να πιστέψουν ότι κάποτε υπήρξα λες και μ’ ένοιαξε ποτέ μου για τη γνώμη που μου ‘δειξαν λες και τόλμησα να εκφράσω το εκατό τοις εκατό μου απλά δε θέλησα τυχαίους να στέκονται στο πλευρό μου. Σε κερνάω μία γύρα με καρδιά, όχι με ευρώ και το ανταποδίδεις να μη νιώθεις υποχρέωση, πάνε χρόνια που έψαχνα για να σε βρω, εξιδανικεύοντας ‘σε νιώθοντας πικρή ματαίωση έως νεωτέρας πολεμώντας το τέρας, μία αναπάντητη της αδερφής μου και άλλη μία με το κλάμα της μητέρας στο τέλος της μέρας είπα να φύγω, ένιωσα πως δεν ανήκω στον οίκο για λίγο από την καρέκλα σήκω είπα μέσα μου που δε γουστάρω να πλήττω, ηττοπάθειες, μισόλογα με ασάφειες κηρύττω ανακωχή την εποχή που η βροχή σιγά-σιγά θα εμφανίζεται σαν ενοχή, ένα Χ, σα διπλό απ’ την αρχή έως το τέλος, βουτώντας το βέλος βαθιά μέσα στο έλος της καρδιάς μου, η καρδιά μου ένα μέλος που ποτέ μου δεν αισθάνθηκα μπορεί και να μη χάρηκα εφόσον χάθηκα για μια στιγμή στα πεταχτά μπορώ να πω και άδικα, κουφάλες στάθηκα στα πόδια μου, τα δόντια στα σαγόνια μου αιμάτωσα, δεν πάτωσα, περπατώντας προς το χείλος της καταστροφής, αποστροφή, αντάμωσα πηγαίο, απλό και ωραίο, σκάλωσα στο αμοιβαίο, είπα πως το καθετί μοιραίο είναι μια ήττα και αναγκάζεσαι να παίξεις την επόμενη παρτίδα ξύπνα, όσο σε παίρνει ρε κυνήγα την πνευματική τροφή, τι παραπάνω από επικοινωνία, σεβασμό, αλληλοκατανόηση κάτω από μία οροφή και άμα κάτι σε σπρώχνει στην αυτοκαταστροφή θα βρεις το σθένος, μια μέρα να ξυπνήσεις ιδρωμένος, αγχωμένος πως μέχρι τώρα η ζωή σου φεύγει, ζήσε ό,τι απομένει από δαύτηνα, κάθε σκέψη κ’ ενοχή που σ’ ενοχλεί απλά καύτην να λιώσουν τα χιόνια, φλόγα το Χειμώνα, ομολόγα λογαριάζουμε μόνοι τις μέρες του Ξενοφώντα, χαζεύοντας τα ξένα φόντα τάξε μου με μετρημένα λόγια πως θα ‘μαστε δίπλα-δίπλα σε δρομολόγια, καταγράφοντας στιγμές στα ημερολόγια κολλημένοι στα κατώγια δεν πετώ για να μην πέσω, πλέον έχω ένα βάρος απ’ τα σπασμένα πόδια στην πλάτη μου, συνδέοντας καλώδια ηχογραφώ για πάρτη μου, αφιερωμένο στο γινάτι μου, κάθε γέλιο και δάκρυ μου για εσέ, τη μεγαλύτερη αγάπη μου, δίσκοι και κασέτες δίπλα απ’ το κρεβάτι μου, είμαι ζωντανός γιατί ήσουνα συνοδοιπόρος στο σκοτάδι μου.
8.
Στην κηδεία μου οι δαίμονές μου πίνουνε σαμπάνια, πάνω από τον τάφο θέλω τα αδειανά μπουκάλια, χαμογελαστά κεφάλια λες και είναι καρναβάλια, φόρεσε τη μάσκα, γέλα, χόρεψε και χώνεψέ το όλα ήταν άδεια, τόσο άδεια εξ αρχής, μην ξεχνάς δε θέλω σάλια ούτε δήθεν συγγενείς, έξω από ‘δω οι σταυροί, οι ψαλμοί και οι ιερείς, εμείς δεν προσκυνήσαμε κανένανε ποτέ αυτό να πας να τους πεις να πάρουν πούλο, το ‘παίζαν φίλοι θέλαν δούλο για σπιούνο μουλωχτά, σου τα λέω ορθά κοφτά και τα χαρτιά μου ανοιχτά γι’ αυτό γυρνάω μοναχικά αφού γουστάρουνε το θάνατο, ναρκωτικά το Σάββατο, Δευτέρα μεροκάματο, τους έστειλα στο διάολο, ρουτίνα… Ξέρω τι θέλεις, σε προδώσανε οι κινήσεις σου δεν ήταν παντομίμα, παντοδύναμος δεν είσαι, ξύπνα πριν να κοπεί το νήμα, δεν είναι όλα χρήμα και αν ήταν τότε χτύπα για ν’ αλλάξεις την ασχήμια από μέσα σου, η μπέσα που προβάλλεις σα βιτρίνα της Ερμού, αντιλαβού, περιεχόμενο μολότοφ για την ώρα πριν το σούρουπο οφείλω να είμαι έτοιμος για κάθε βρωμογούρουνο αστό, ξεπουλημένα ιδανικά για το ρευστό, δε θα πάρω, ευχαριστώ, έχω διαλέξει από μικρός για τι λάθος, τι σωστό, ν’ αγωνιστώ, ν’ αγωνιώ για μια πατρίδα που οι γύρω μου ψηφίσανε μασόνους και φασίστες για βόλεμα και μισθό δε θ’ αρκεστώ και αν σου μοιάζει αρεστό απλά λυπάμαι και ταυτόχρονα φοβάμαι να εκφραστώ, μην ξεχάσω για να χεστώ εμπρός στης δημοκρατίας σας τα υπουργεία, μας γαμάτε την υγεία, σε κάθε οικεία ψυχοφάρμακη ουσία, η επιτυχία είναι συνώνυμο με την αδιαφορία, ε και, ε και, ε και; εκεχειρία για το εγώ μου προς εσένα και αν τρενάρω την κηδεία μου ένας λόγος κάποια ακυκλοφόρητα και άλλα που δεν είναι ηχογραφημένα, περασμένα – ξεχασμένα, πεταμένα – ξερασμένα στην άδυτη επιφάνεια του νου και τόσο άδικη ετούτη η αδράνεια μυαλού που όλο σκέφτεται αφού μ’ επιάσαν κότσο, χαμογέλασα ωστόσο για να νιώσω ζωντανός εις γνώσιν μου να με προδώσω πάλι πάρε-βάλε στάχτη στο ποτό μου πριν την πτώση μου, το άχτι σου η δόση που μου φτύνεις, κατάθεση ψυχής, ανάληψη ευθύνης, κατάσχεση ψυχρής ματιάς ανάλυση φωνής φονεύει φοβερίζοντας την τελευταία ανάσα της Ειρήνης, ξεψυχρώντας έξω απ’ την είσοδο του υπουργείου αμύνης, το ‘παν αυτοκτονία από τον έβδομο, μη δίνεις δικαιώματα σε πράσινο-μπλε-κοκκινωπά τους πρόβατα, συγκρίνεις χώματα με χώματα, πόσο φθηνός; πόσο φθηνός; πόσο φθηνός; φθινοπωρινός ρυθμός, αυτός ο αριθμός που δε μετριέται, γράφω γι’ αυτήν που δε γαμιέται με συνείδηση, γράφω γι’ αυτόν που δε μιλιέται απλά το κάνει για συντήρηση στης έξι παρά πέντε δυο παλάμες ανοιχτές, απογευματινός καφές και αναρρίχηση, τι λέτε ρε βουτάμε; φέρ’ τις πρόκες, έξω οι χούντες, έξω οι φούντες, έξω οι κόκες, έξω απ’ τον γαμημένον ύπνο σας ρε κότες, οι ψυχές σας κάνουν τσόντες, τσο και λο σε media και προδότες, πρόεδρους ομάδων να το παίζουνε ιππότες σε οπαδούς δεσμώτες, συνειδήσεων πρεζέμπορες, οι μόνοι έρωτες που ξέρω είναι η μαστούρα του έρωτα και με ρωτά που χάθηκε η μαγεία ανάμεσα σε χάπια και καπότες, ανάμεσα σε χάπια και καπότες… Δάκρυα και νότες, ταμπούρα-λούπες-μπότες, όσα μου ‘πες ‘γίναν στίχοι και οι στίχοι σου στοιχειώνουνε τις νύχτες αφού οι πράξεις σου κ_νές με δύο έψιλον; επείγον επαλήθευση στα λάθη μάθημά μας πρώτο, μετά το διάλειμμά μας πήγες να βρεις χόρτο. Μάθημα δύο εικαστικά, η καθηγήτρια σε ρωτά που είναι παλέτα, η μπογιά, της είπες πως δεν είχες τα λεφτά, περαστικά, ενώ ο γιος της είναι η άκρη σου και η κόρη της να κάνεις το κομμάτι σου στα πρόχειρα, το πρώτο γράμμα ενός αυτόχειρα, η τελευταία πάσα της Ειρήνης σκόπιμα, σε κοιτάζει πονηρά, έχει όνειρα, βαριανασαίνει μοχθηρά, εκρηκτικά στο όχημα, παρκάρει έξω από τα γραφεία των ναζί, να ζήσεις κούκλα μου, αρχίζουμε τον πόλεμο, το τελευταίο φιλί μας ενώ σε κρατώ απ’ το λαιμό, ή θα με φάνε οι ρουφιάνοι, ή θα σε ψάχνω στον γκρεμό, ή θα σε περιμένω, ή θα με περιμένεις, σου χρωστώ έναν τοκετό, σου ‘ξηγιέμαι -το και το- μου ‘ξηγήθηκες σπαθί, είναι αρκετό να ερωτευτώ και δεν ξεχνώ αρχιδάτες γυναικάρες σου γαμάνε το μυαλό, πόσο γουστάρω; η δικιά σου θέλει γάρο, σέλφι, κέφι, μέθη, κάρο, δε φρικάρω που το τέλειο δεν υπάρχει γι’ αυτό λέω να ρισκάρω για το απλό, για το ανθρώπινο, για το αλλιώτικο, για το ισότιμο φιλότιμο, αυτό που πάντα προτιμώ, αυτό που πάντα προτιμώ, αυτό που πάντα προτιμώ…

credits

released July 20, 2020

Συνολική επιμέλεια: Α.συνείδητός // Αντίστροφα Ρολόγια

license

all rights reserved

tags

If you like ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΜΑ Σ'ΑΡΕΣΟΥΜΕ, you may also like: